- ἐρειπίῳ
- ἐρείπιονfallen ruinneut dat sgἐρείπιοςfallingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερειπιώ — (AM ἐρειπιῶ όω) [ερείπιος] κάνω κάτι ερείπιο, ερειπώνω, καταστρέφω … Dictionary of Greek
ερειπίωσις — ἐρειπίωσις, ἡ (Μ) [ερειπιώ] η μεταβολή σε ερείπια, η πτώση … Dictionary of Greek